στερνογέννητος

στερνογέννητος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει γεννηθεί τελευταίος
2. το ουδ. ως ουσ. το στερνογέννητο
το στερνοπαίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερνός + γεννώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”